πυσματικά

πυσματικά
πυσματικός
interrogative
neut nom/voc/acc pl
πυσματικά̱ , πυσματικός
interrogative
fem nom/voc/acc dual
πυσματικά̱ , πυσματικός
interrogative
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πυσματικάς — πυσματικά̱ς , πυσματικός interrogative fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυσματικός — ή, όν, Α [πύσμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πύσμα*, ερωτηματικός 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ πυσματικά ερωτηματικά μόρια. επίρρ... πυσματικῶς Α με πυσματικό τρόπο, ερωτηματικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”